Το σπίτι με την πράσινη τέντα


Την αγάπη την ξεπερνάς σε δύο μήνες, τη μεγάλη αγάπη σε δύο χρόνια· η αιώνια αγάπη σου αλλάζει τη ζωή. Μια μπαργούμαν ψιθύριζε τα λόγια τούτα σε μια κομεντί, από αυτές που παίζουν τις Κυριακές το μεσημέρι. Δε βρήκα την αιώνια αγάπη, κι ας έψαξα όλες μου τις πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη ήταν το Ναύπλιο· το ψέλλιζε όλο ζήλια εκείνος, σε ένα καφενεδάκι με γιασεμιά, βυθισμένος στη ραστώνη· θέλεις το λίβα να σου παίρνει τα μαλλιά. Στο Ναύπλιο ήταν η Θεσσαλονίκη, ήθελα την ομίχλη της, τη Μοδιάνο, τα κουνούπια πίσω από το Μέγαρο, τη Μούσες χάρισι θύε Φιλοσοφική και τη λατέρνα στην Αγία Σοφία. Ακόμη και το Ρέθυμνο αποζητούσα, γιατί δε θυμόμουν ο Φάρος αν ήταν ψηλός ή εγώ πολύ μικρή. Ξεπέρασα όλες μου τις αγάπες· ήταν μεγάλες, αλλά όχι αιώνιες, δε μου άλλαξαν τη ζωή. Δε με άλλαξαν οι πόλεις, τις μπέρδεψα όλες μεταξύ τους. Τις περπατούσα και έβαζα τη μια μέσα στην άλλη. Το λιμάνι του Ναυπλίου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, τα κάστρα τους μπλεγμένα με τη Φορτέτζα, η μυρωδιά τους ανάκατη με την υγρασία του κισσού στου Κεμάλ το σπίτι, τα σκοτάδια τους όλα ένα.

Βρήκα μια καρτ ποστάλ: ένα σπίτι με πράσινη τέντα. Έφυγα για κει, χωρίς τίποτα, έμοιαζε με όνειρο − ζωντάνεψε η ζωγραφιά. Δεν είναι πόλη μεγάλη, είναι Χώρα, είναι νησάκι, είναι εκεί που θέλω το νοτιά να μου παίρνει τα μαλλιά, είναι σαν να θέλω να μη σταματήσω να ζω, σαν να θέλω όλες μου οι στιγμές να έρθουν εδώ. Περπατώ και βλέπω τα δρομάκια να μοιάζουν με το Ναύπλιο· πάντα δε μοιάζει ο πρώτος έρωτας με τον αιώνιο; Βλέπω τα γιασεμιά της Θεσσαλονίκης να μυρίζουν βαριά, την Κοιμωμένη απέναντι να αγγίζει το Φάρο, ή μήπως ο Φάρος είναι που θα την ξυπνήσει; Και πάλι μπλέκονται όλα μαζί, αλλά ξέρω πως εδώ θα μείνει μόνο η μυρωδιά των πεύκων, ούτε της θάλασσας, ούτε του λιμανιού. Τα σπίτια κολλούν το ένα πάνω στ’ άλλο σαν εραστές, αν θες να μετακομίσεις πώς θα μεταφέρεις το καναπέ σου; Δεν τον μεταφέρεις. Εδώ πρώτα βάζεις το ντιβάνι στη θέση του και μετά χτίζεις τους τοίχους. Εδώ όλα γυρίζουν αργά και τεντώνεις το λαιμό, μα απόψε δε μυρίζει το Λεμονοδάσος. Ο παππούς στη γωνία σου δείχνει το ηλιοβασίλεμα. Είναι βράδυ και ανάβουν φαναράκια, ξεχειλίζουν οι μυρωδιές, ένα μικράκι πουλάει ψάρια σέρνοντας πίσω του έναν πελώριο, κατακόκκινο κουβά, μαρίδα κυρ-Σπύρο· καλτ τύποι τριγυρνούν με μηχανάκια, σε μαγαζάκια ακούγεται τζαζ, Βαμβακάρης και παντού μια γλώσσα που δεν είναι κανενός. Τρέχω να σε προλάβω. Γελάω και ανοίγω τα χέρια να πετάξω, να με πάρει ο αέρας, να ρίξω πίσω το κεφάλι μου, Σίλβια στη Ντόλτσε Βίτα, να κλείσω μέσα μου μια πόλη τοση δά, να πω όταν είμαι μαζί σου είναι λες και πετάω. Λιμανάκι μου, αιώνια αγάπη − κι ας μην έχω εδώ καμιά φωνή να μου μιλάει για αέρηδες. Δεν είναι γκρίζα, δεν έχει φωνές, καπνούς, εσπρεσάκια, κοινόχρηστα. Έχει μια σειρήνα, ένα Ρολόι. Ένα βελούδινο τριανταφυλλί φως. Στάζει έρωτα και γλυκολέμονο. Ο Πόρος στο δέρμα σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου