" Λυπάμαι για τα χρόνια που δούλεψε ο πατέρας μου και πήγαν χαμένα

Λυπάμαι για τη μάνα μου που κοιμάται και ξυπνάει με φόβο
Λυπάμαι για τη γενιά μου που είναι στο τίποτα
Λυπάμαι για τις γενιές που έρχονται και οδηγούνται στο πουθενά
Λυπάμαι για τα ΟΧΙ που φωνάζουμε 2 χρόνια τώρα και δεν τα ακούει κανείς
Λυπάμαι γι αυτούς που πείθονται απ τα τρομοκρατικά διαγγέλματα 
Λυπάμαι για το ξύλο και τα δάκρυα από τα χημικά
Λυπάμαι και θυμώνω.. αλλά ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΙΑ!
Γιατί τώρα τα έχω δει όλα.. και ξέρω..
REVOLUTION THE ONLY SOLUTION "

Το σπίτι με την πράσινη τέντα


Την αγάπη την ξεπερνάς σε δύο μήνες, τη μεγάλη αγάπη σε δύο χρόνια· η αιώνια αγάπη σου αλλάζει τη ζωή. Μια μπαργούμαν ψιθύριζε τα λόγια τούτα σε μια κομεντί, από αυτές που παίζουν τις Κυριακές το μεσημέρι. Δε βρήκα την αιώνια αγάπη, κι ας έψαξα όλες μου τις πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη ήταν το Ναύπλιο· το ψέλλιζε όλο ζήλια εκείνος, σε ένα καφενεδάκι με γιασεμιά, βυθισμένος στη ραστώνη· θέλεις το λίβα να σου παίρνει τα μαλλιά. Στο Ναύπλιο ήταν η Θεσσαλονίκη, ήθελα την ομίχλη της, τη Μοδιάνο, τα κουνούπια πίσω από το Μέγαρο, τη Μούσες χάρισι θύε Φιλοσοφική και τη λατέρνα στην Αγία Σοφία. Ακόμη και το Ρέθυμνο αποζητούσα, γιατί δε θυμόμουν ο Φάρος αν ήταν ψηλός ή εγώ πολύ μικρή. Ξεπέρασα όλες μου τις αγάπες· ήταν μεγάλες, αλλά όχι αιώνιες, δε μου άλλαξαν τη ζωή. Δε με άλλαξαν οι πόλεις, τις μπέρδεψα όλες μεταξύ τους. Τις περπατούσα και έβαζα τη μια μέσα στην άλλη. Το λιμάνι του Ναυπλίου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, τα κάστρα τους μπλεγμένα με τη Φορτέτζα, η μυρωδιά τους ανάκατη με την υγρασία του κισσού στου Κεμάλ το σπίτι, τα σκοτάδια τους όλα ένα.

Βρήκα μια καρτ ποστάλ: ένα σπίτι με πράσινη τέντα. Έφυγα για κει, χωρίς τίποτα, έμοιαζε με όνειρο − ζωντάνεψε η ζωγραφιά. Δεν είναι πόλη μεγάλη, είναι Χώρα, είναι νησάκι, είναι εκεί που θέλω το νοτιά να μου παίρνει τα μαλλιά, είναι σαν να θέλω να μη σταματήσω να ζω, σαν να θέλω όλες μου οι στιγμές να έρθουν εδώ. Περπατώ και βλέπω τα δρομάκια να μοιάζουν με το Ναύπλιο· πάντα δε μοιάζει ο πρώτος έρωτας με τον αιώνιο; Βλέπω τα γιασεμιά της Θεσσαλονίκης να μυρίζουν βαριά, την Κοιμωμένη απέναντι να αγγίζει το Φάρο, ή μήπως ο Φάρος είναι που θα την ξυπνήσει; Και πάλι μπλέκονται όλα μαζί, αλλά ξέρω πως εδώ θα μείνει μόνο η μυρωδιά των πεύκων, ούτε της θάλασσας, ούτε του λιμανιού. Τα σπίτια κολλούν το ένα πάνω στ’ άλλο σαν εραστές, αν θες να μετακομίσεις πώς θα μεταφέρεις το καναπέ σου; Δεν τον μεταφέρεις. Εδώ πρώτα βάζεις το ντιβάνι στη θέση του και μετά χτίζεις τους τοίχους. Εδώ όλα γυρίζουν αργά και τεντώνεις το λαιμό, μα απόψε δε μυρίζει το Λεμονοδάσος. Ο παππούς στη γωνία σου δείχνει το ηλιοβασίλεμα. Είναι βράδυ και ανάβουν φαναράκια, ξεχειλίζουν οι μυρωδιές, ένα μικράκι πουλάει ψάρια σέρνοντας πίσω του έναν πελώριο, κατακόκκινο κουβά, μαρίδα κυρ-Σπύρο· καλτ τύποι τριγυρνούν με μηχανάκια, σε μαγαζάκια ακούγεται τζαζ, Βαμβακάρης και παντού μια γλώσσα που δεν είναι κανενός. Τρέχω να σε προλάβω. Γελάω και ανοίγω τα χέρια να πετάξω, να με πάρει ο αέρας, να ρίξω πίσω το κεφάλι μου, Σίλβια στη Ντόλτσε Βίτα, να κλείσω μέσα μου μια πόλη τοση δά, να πω όταν είμαι μαζί σου είναι λες και πετάω. Λιμανάκι μου, αιώνια αγάπη − κι ας μην έχω εδώ καμιά φωνή να μου μιλάει για αέρηδες. Δεν είναι γκρίζα, δεν έχει φωνές, καπνούς, εσπρεσάκια, κοινόχρηστα. Έχει μια σειρήνα, ένα Ρολόι. Ένα βελούδινο τριανταφυλλί φως. Στάζει έρωτα και γλυκολέμονο. Ο Πόρος στο δέρμα σου.

"Ό,τι μας στοιχειώνει".




Έφτασε ο καιρός για την παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Καββαδία. Ο τίτλος αυτού, "Ό,τι μας στοιχειώνει".
Είναι η πρώτη, από μια σειρά παρουσιάσεων που θα ακολουθήσουν σε διάφορα μέρη της χώρας.


Κατά τη διάρκεια αυτής, θα μιλήσει ο συγγραφέας για την ως τώρα διαδρομή του, για το βιβλίο, καθώς και για ανθρώπους που το βοήθησαν να φέρει εις πέρας ένα έργο δύσκολο, όπως είναι αυτό της κυκλοφορίας και διακίνησης ενός βιβλίου έξω από το "σύστημα" των εκδοτικών οίκων.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, θα μας απαγγείλουν αποσπάσματα από αυτή την ποιητική συλλογή η Χρύσα Εμμανουήλ, η Κορίνα Μάρκου, η Βασιλική Μόφορη και η Λένα Τρίγγα.


Απαγγελίες που θα ντυθούν όμορφα, με μουσικές που θα επιλέξει ο Πάνος Λουκουζάς, ο οποίος θα φροντίσει για τη μουσική μας διασκέδαση όλο το βράδυ.


Θα τα πούμε από κοντά λοιπόν, την Κυριακή, 15 Ιουλίου, στις 8.30 το βράδυ, στο Καλλιτεχνικό Καφενείο των Αχαρνέων(Αθανασίου Χειλίου 16, Μενίδι, κάτω από την πλατεία του Αγίου Βλάση).


Τρόποι πρόσβασης στο χώρο:


Αν έρθετε με ΜΜΜ, υπάρχουν τρεις ενναλακτικές αλλά η πιο βολική και εύκολη είναι η παρακάτω:
* Κατεβαίνετε στο Σταθμό Αττική, και βγαίνετε στη Λιοσίων (από τη μεριά των γραμμών). Επιβιβάζεστε στο λεωφορείο Α10 ή Β10 και κατεβαίνετε στη στάση "ΛΙΟΣΙΩΝ" που βρίσκετε στην οδό ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ (μετά από 28 στάσεις). Ο αμέσως επόμενος δρόμος είναι η οδός που ψάχνετε.


Αν έρθετε με αυτοκίνητο, οι διαδρομές ποικίλουν αναλόγως με τον τόπο προορισμού σας. Ας δούμε μερικές βασικές


Από Κορυδαλλό: http://goo.gl/maps/3qHz (Χωρίς Διόδια)
Από Πειραιά: http://goo.gl/maps/yIKA (Χωρίς Διόδια)
Από Αθήνα: http://goo.gl/maps/Tn8R (Χωρίς Διόδια)
Από Αεροδρόμιο: http://goo.gl/maps/2sjj (Μέσω Αττικής Οδού)


Όσοι θέλουν να βρουν τη δική τους διαδρομή, www.youdrive.gr




Λίγα λόγια για το βιβλίο

Ό,τι μας στοιχειώνει” είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιώργου Καββαδία. Μετά από τρία χρόνια “βιβλικής” σιωπής, επιστρέφει στο χώρο που αγαπά με 58 νέα ποιήματα.
Ο καθένας μας μπορεί να βρει μέσα σε αυτό ένα δικό του κομμάτι, μια δική του ιστορία, συναισθηματική, κοινωνική ακόμα και πολιτική. Λέξεις που δε φοβούνται να δείξουν την ταυτότητά τους στον αναγνώστη, αλλά δεν προσπαθούν να τον περιορίσουν κιόλας. Άλλωστε ποιο το νόημα της ποίησης αν δεν μπορείς να ταξιδέψεις μέσα από αυτήν, να θέσεις τον εαυτό σου στη θέση του ήρωα ή της ηρωίδας και με τον καιρό να ανακαλύπτεις νέες έννοιες, νέα μονοπάτια;
Μια έντονα συνειρμική δουλειά, ευαίσθητη και ειλικρινής.

Την εικαστική εργασία για το εξώφυλλο ανέλαβαν από κοινού η φωτογράφος Μαριέττα Τούτση (http://photosali.tumblr.com/) και η γραφίστρια Γεωργία Καββαδία, η οποία ανέλαβε και την επιμέλεια ολόκληρου του συγγράμματος. Τις διορθώσεις έκανε ο Καθηγητής Φιλολογίας Δημήτρης Μπερέκος και την εκτύπωση του βιβλίου ανέλαβε η εταιρεία γραφικών τεχνών Λυχνία.
Ένα βιβλίο λοιπόν που για τρία συνεχόμενα χρόνια άλλαζε, ωρίμαζε, έκανε βήματα μπροστά αλλά και πίσω, είναι πλέον διαθέσιμο σε όλους.
Την έκδοσή του έχει αναλάβει εξ' ολοκλήρου ο ίδιος ο συγγραφέας, με σκοπό να αποφύγει τους μεσάζοντες και να επιτύχει τιμές κόστους στη διάθεσή του.

Δε θα το βρείτε σε κανένα βιβλιοπωλείο, γι' αυτό όσοι ενδιαφέρονται να το αποκτήσουν, δεν έχουν να κάνουν τίποτα παραπάνω από το να στείλουν ένα email στοinfo@nyxteridas.gr ή στο georgekavvadias@gmail.com.

Έχετε τα μάτια και τα αυτιά σας ανοιχτά, γιατί μπορεί να συναντήσετε παρουσίασή του και στην περιοχή σας, μιας και ο Γιώργος έχει σκοπό να πάρει τους δρόμους. Πρώτη παρουσίαση έχει οριστεί για τις 15 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή και ώρα 20.30, στο Καλλιτεχνικό Καφενείο των Αχαρνέων (Αθανασίου Χειλίου 16, Μενίδι, κάτω από την Πλατεία του Αγίου Βλάση).


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον Κορυδαλλό. Σπούδασε Πληροφορική στο Αλεξάνδρειο Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης, ένα επάγγελμα που ακολουθεί μέχρι και σήμερα ως προγραμματιστής. Την κλίση του στην ποίηση, και γενικότερα στην συγγραφή, ανακάλυψε στα 16 του, όταν κατάλαβε πως αυτό που είχε ξεκινήσει σαν παιχνίδι στο Γυμνάσιο συνέχιζε να βγαίνει από μέσα του σε διάφορες φάσεις της ζωής του. Γράφει στίχους, ποιήματα, πεζά και άρθρα, και κατά καιρούς κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά, ιστοσελίδες και forums. Επίσης, από τον Οκτώβρη του 2010 μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, διετέλεσε αρχισυντάκτης της στήλης που σχετιζόταν με το Ελληνικό Ροκ στο ηλεκτρονικό περιοδικό SouthernRock.gr του Σάββα Συνοδινού.

Ταυτόχρονα με την συγγραφή ωστόσο, ασχολείται και με το ραδιόφωνο από το 2009. Ξεκίνησε από έναν ερασιτεχνικό διαδικτυακό σταθμό που φιλοξενούσε στο σπίτι του σαν φοιτητής, και συνέχισε σε μεγάλους, κυρίως διαδικτυακούς, σταθμούς (DriverFM, RadioMora, XorisOria, RockJukeBox) αλλά και στα FM στα οποία παραμένει μέχρι και σήμερα μέσω του Atlantis FM.

Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει δύο ποιητικές συλλογές. Το 2007, κυκλοφόρησε η συλλογή με τίτλο “Περπάτησα Στο Δρόμο Που Σκέπασε Η Στάχτη”, και το 2009, η συλλογή με τίτλο “...Από Τις Ερινύες Στις Κήρες...”, σε επιμέλεια Ελευθερίας Κόκκοβα. Όλα τα εξώφυλλα των μέχρι στιγμής συλλογών του, έχει αναλάβει η φωτογράφος Μαριέττα Τούτση.

Επικοινωνία

Μπορείς να μ'αγαπάς..;



Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν. Αλλά δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς... Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε;

- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια. Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό.
Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!...

- Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον. Δώσ' μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω απ΄ το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ' την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια, να 'τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο.Θα 'θελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα.
Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε, μια μικρή φωνούλα έφτασε στ' αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε από μέσα του.

- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτε δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου,
ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.

Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι μ' ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτ' άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις,
ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό...

- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα. Καταβαίνουμε...

Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!... Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ' όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως ν' αγαπηθούμε πά'να πει να τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε... Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ'αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοπόδαρα από αγριοτριανταφυλλιά. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου
και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα 'μαστε εμείς...

Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε...

είναι σα να θέλω να αναπνεύσω όλου του κόσμου το οξυγόνο..

Λείπεις εσύ και κόβεται η ανάσα μου.. 

Γιατί..

-Γιατί..Μ'αγαπάς;;
-Γιατί;;Γιατί απότι φαίνεται είσαι το άλλο μου μισό
-Από τι φαίνεται;;
-Από το πώς νιώθω..
-Και πώς νιώθεις;
-Συμπληρωμένος..




Καληνύχτα,με ένα όμορφο Σ'ΑΓΑΠΩ!
Και...Καλό μας μήνα:)

Θέλω

να είμαι στο κρεβάτι σου
να ξυπνώ δίπλα σου
να κάνεις μαζί μου διακοπές
να περνάς μαζί μου τις γιορτές
Να είμαι γω τα πάντα στη ζωή σου
να είμαι εγώ η ζωή σου
είμαι τρελά,παράφορα ερωτευμένη μαζί σου
πεθαίνω για σένα, λιώνω
Δεν αντέχω να είμαι μακρυά σου
Θα έδινα +8α έκανα τα πάντα για να είμαστε μαζί.
Σαγαπώ +8α σαγαπώ για πάντα
Δεν αλλάζει
Ολα είναι εδω..
Ολα είσαι εσύ